- τουλούμιασμα
- τό1) помещение в бурдюк; 2) жестокое избиение; 3) вздутие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουλούμιασμα — το, ατος 1. η τοποθέτηση ενός πράγματος στο τουλούμι: Τοτουλούμιασμα του τυριού. 2. ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο: Απ το τουλούμιασμα μαύρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουλούμιασμα — το, Ν [τουλουμιάζω] 1. τοποθέτηση τυριού στο τουλούμι 2. ξυλοδαρμός … Dictionary of Greek